Γεωργία Καλοδίκη

Συνθέτις

Τί είναι γούστο; Αναζητώντας το Ωραίο...

Να ένα ερώτημα εξαιρετικά επίκαιρο εφόσον ζούμε σε μια πολυσυλλεκτική εποχή, αναμφισβήτητα πλούσια σε ποικίλες καλλιτεχνικές, πολιτισμικές και κοινωνικές τάσεις και κατευθύνσεις. Η μεταμοντέρνα κουλτούρα μας κληροδότησε την αντίληψη του anything goes όπου το κάθετι μπορεί να ταιριάξει και να συγχωνευτεί με το οτιδήποτε. Στον τομέα της μουσικής ειδικότερα, η έννοια του εκάστοτε στυλ διευρύνεται πλέον πολύ συχνά -είτε για εμπορικούς είτε για αισθητικούς λόγους- για να συμπεριλάβει ακούσματα λαικά, ethnic, jazz, νεορομαντικά, σε βαθμό που πλέον τα υφολογικά όρια καθίστανται εξαιρετικά ασαφή επηρρεάζοντας αναπόδραστα την αισθητική του ακροατή.

Γενικά η έννοια γούστο, δηλαδή με άλλα λόγια το προσωπικό κατ΄αρχήν αισθητικό κριτήριο του κάθε ανθρώπου, έχει απασχολήσει πολλούς θεωρητικούς της φιλοσοφίας της Τέχνης ενώ ταυτόχρονα βρίσκεται κατα κόρον στο λεξιλόγιο του καθημερινού ανθρώπου του δυτικού πολιτισμού. Μετά την φράση "είναι θέμα γούστου" κάθε περαιτέρω επιχειρηματολογία χάνει κάθε ενδιαφέρον μια και το γούστο του καθενός είθισται να αποτελεί έννοια αδιαπραγμάτευτη.

Σήμερα πλέον είναι συνώνυμο της ελευθερίας τής έκφρασης και των αισθητικών επιλογών του ανθρώπου μια και ως ένα βαθμό είναι διαπιστωμένη επιστημονικά η εξάρτηση του γούστου απο τα βιώματα, την παιδεία, την ιδιοσυγκρασία, την προσωπική αίσθηση του μέτρου και των αναλογιών και απο κάποια εξατομικευμένα χαρακτηριστικά της φυσιολογίας του ανθρώπου όπως π.χ η ευαισθησία σε συγκεκριμένα χρώματα ή ήχους. Φυσικά, η αίσθηση του γούστου σε κάποιο βαθμό καλλιεργείται και εκλεπτύνεται καθ΄ολη την διάρκεια της ζωής μας.

Πάντως οι χαρακτηριστικές αισθητικές τάσεις οι οποίες αντικατοπτρίζουν το συλλογικό γούστο κάθε εποχής είναι μια πρώτη ένδειξη οτι το γούστο μας τελικά δεν είναι και τόσο προσωπικό ή απρόβλεπτο. Ενδιαφέρον έχει η άποψη του Χιουμ στο δοκίμιό του "Σχετικά με το κριτήριο του γούστου" όπου λέει οτι αν εξετάσουμε το γούστο διαφόρων τύπων ανθρώπων όλοι θα συμφωνήσουν ότι π.χ το κομψό και πνευματώδες γράψιμο προκαλεί τέρψη και αποστροφή το στομφώδες και επιτιδεύμενο. Ακριβώς όμως επειδή δεν είναι δυνατόν να απολαμβάνουμε όλοι οι άνθρωποι κάτι με την ίδια ένταση οι προσωπικές προτίμησεις δεν αποτελούν σαφές προιόν κριτικής.

Στον χώρο της Τέχνης όμως, το καλλιτεχνικό γούστο του δημιουργού είναι συνώνυμο των καλλιτεχνικών του επιλογών . Ετσι, είναι αυτονόητο ότι ένα καλό μουσικό έργο κρίνεται ομόφωνα ως τέτοιο λόγω αυτών των επιλογών που μπορεί να αφορούν το υλικό, την εσωτερική συνάφεια και συνοχή, την αίσθηση των αναλογιών, την συνδυαστική ικανότητα του συνθέτη κτλ. Ετσι βλέπουμε ότι το γούστο δεν αποτελεί κάποιο μυστήριο όσον αφορά την εντόπιση και αντικειμενικοποίησή του.

Δυστυχώς στον χώρο της μουσικής, μιας τέχνης που μοιραία λόγω της φύσης της πρώτης ύλης της- των ήχων- έχει σαν αποτέλεσμα να "υπηρετεί τις απλοικότερες συγκινήσεις" (Santayana) ακόμα και του εντελώς αμύητου ακροατή, η κατανόηση του βαθμού αρτιότητας ενός έντεχνου έργου συχνά αποκτά αυθαίρετα υποκειμενικό χαρακτήρα, σε τέτοιο βαθμό που καθιστά την αποτίμηση του αδύνατη. Έτσι η τέχνη των ήχων "καθηλώνεται" στην λειτουργία των πρωτογενών συμβόλων των ηχητικών συμβάντων (ένταση-χαλάρωση, λύπη-χαρά κτλ), λόγω άγνοιας, έλλειψης εξοικείωσης ή επιπολαιότητας. Ποιός θα αμφισβητήσει την τραχύτητα του διαστήματος 7ης μεγάλης ή το εύηχο άκουσμα μιας τρίτης;

Στην πραγματικότητα όμως, η εντόπιση στοιχείων όπως η επινοητικότητα, η φαντασία, η ενότητα, η συνδοιαστική ικανότητα, η συνέπεια του υλικού αλλά και το γούστο του δημιουργού, όλα αυτά πάντα ενταγμένα στο πνεύμα της κάθε εποχής, προυποθέτει ένα πλούσιο μουσικά γνωστικό υπόβαθρο χωρίς το οποίο η κριτική αξιολόγηση ενός έργου τέχνης είναι ανέφικτη. Η γενική αποδοχή ενός αριστουργήματος έχει σαν εφαλτήριο την δυνατότητα ανίχνευσης των παραπάνω στοιχείων και την διατύπωση οικουμενικών κα αντικειμενικών μέτρων αξιολόγησης. Είναι βέβαια αυτονόητο οτι η ένταση της προσωπικής απόλαυσης μπροστά στο ωραίο σίγουρα εξατομικεύεται και αυτό είναι ευθέως ανάλογο με το γούστο του κάθε ατόμου. Σύμφωνα με τον εμπειριστή φιλόσοφο του διαφωτισμού Edmund Burke -o οποίος ανέπτυξε μια ολόκληρη συλλογιστική περι γούστου- κάποιοι άνθρωποι είτε απο μεγαλύτερο βαθμό ευαισθησίας είτε λόγω παρατεταμένης προσήλωσης στο αντικέιμενο έχουν περισσότερο ή λιγότερο γούστο (Εισαγωγή για το γούστο, 1789, σ.11-12).

Μια γρήγορη ματιά στην ιστορία του πνεύματος θα μας πείσει οτι ήδη απο την Αρχαία Ελλαδα υπήρχε ζωηρό ενδιαφέρον για ζητήματα συγκριτικής αξιολόγησης στην Τέχνη. Τί καθιστά ένα έργο ωραίο; Για τον Πλάτωνα η ενότητα, η κανονικότητα και η απλότητα συνιστά την αρχή της ταυτότητας στην ομορφιά ενώ η μουσικοί αξιολογούνταν στην ιδανική του Πολιτεία με βάση την ηθική τους επίδραση στην διαμόρφωση του ανθρώπινου χαρακτήρα.. Το ωραίο για αυτόν είναι "ωφέλιμη ηδονή"( Γοργίας 474d). Ο Αριστοτέλης καταπιάνεται στην Ποιητική του με το ερώτημα "τί συνιστά μια καλή τραγωδία" και αντιλαμβάνεται την τέχνη ως τάξη. Γενικότερα, το μέτρο και η συμμετρία αποτέλεσαν τα ιδεώδη της κλασικής εποχής.

Η θαυμαστή διάκριση ανάμεσα στο ωραίο και στο ταιριαστό από τον ιερό Αυγουστίνο στην νεανική του πραγματεία για την αισθητική (De Pylchro et Apto, 381μ.χ) σχετικοποίησε την αισθητική απόλαυση. Έτσι υπάρχει το καθ΄αυτό ωραίο ή κάτι που είναι ωραίο μόνο αποτελώντας μέρος ενός συνόλου (ταιριαστό). Αυτή η διαπίστωση έχει τεράστια φιλοσοφική σημασία για την τέχνη των ήχων μια και ένας αντικειμενικά κακός και ακατέργαστος ήχος μπορεί να αποκτήσει εξαιρετικό ενδιαφέρον αν συνταιριαστεί ευφυώς.

Επίσης μια άκρως γοητευτική τοποθέτηση για το τί είναι τελικά αυτό που συγκινεί και αρέσει διατυπώθηκε απο τον ζωγράφο της Αναγέννησης Leon Battista Alberti, ο οποίος πίστευε οτι είναι αδύνατο να τροποποιήσουμε έστω στο ελάχιστο κάποιο τμήμα ενός ωραίου έργου είτε προσθέτωντας είτε αφαιρώντας κάτι χωρίς να καταστρέψουμε το σύνολο. Ετσι το ωραίο έργο είναι απολύτως ισορροπημένο όσο και εύθραυστο, έχοντας τον υψηλότερο βαθμό εσωτερικής συνοχής και συνέπειας.

Βλέπουμε λοιπόν ότι η αναζήτηση του ωραίου που παράγεται μέσα απο έντονη πνευματική προσπάθεια όπως συμβαίνει στην Τέχνη προυποθέτει τελικά την προσπάθεια εύρεσης κοινά αποδεκτών κριτηρίων καλλιτεχνικής αποτίμησης. Η αναστολή αυτής της προσπάθειας με δικαιολογία την δαιμονοποίηση του προσωπικού γούστου διάβαλει τελικά την σχέση του ανθρώπου με την καλλιτεχνική δημιουργία.

Βιβλιογραφία

Περιοδικό Πολύτονον (Μάιος-Ιούνιος 2007)